Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2019

Φωνὴ σὲ χαρτοπετσέτα – Αὐγὴ Βυθούλκα









σὺ ποὺ σκότωσες τὸν ἥλιο καὶ τὸ φεγγάρι στάθμισες ἀλλιῶς, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ μ’ ἔχεις… ἔλα. Φεύγουμε.

Γκρεμίζεται, τώρα, ἡ ἀγωνία καὶ τὸ ἁλάτι σκεπάζει τὰ πόδια μου. Ἡ ζωή σου βρέχει τὴ δική μου. Ὅσο ν’ ἀνοιγοκλείσουν τὰ βλέφαρά σου, τόσο θὰ ζήσω, τουλάχιστον ἀπόψε.


Γυρνάω ἀπὸ τὴν κόλαση, ἀγάπη μου, καὶ διηγοῦμαι τὸ σῶμα σου. Ὁ ὕπνος μὲ τραβάει ἀπ’ τὸ χέρι, ἔξω ἀπὸ ἐσένα ἐκεῖ ποὺ τὸ καλοκαίρι πραγματοποιεῖ τὴν ἀσύδοτη ληστεία μου. Ἔρημα ἀκρωτήρια στὸν ὁρίζοντα.


Μέσα στὴ σιωπή μου, συμβαίνεις ξανὰ καὶ ξανά. Πέρα ἀπ’ τὸ λευκὸ σπίτι εἶναι τὸ νερὸ … ὅμως ἀνάμεσα σὲ σένα καὶ τὴ θάλασσα σκηνοθετοῦνται τρομερὰ φιλιά. Μάθε λοιπόν, πώς, δὲν ἀλλάζω γνώμη.


Αὐτὸ τὸ καλοκαίρι, ὅσο ὁ κόσμος θὰ κάνει βουτιὲς στὴ φυλακή μας κατακόκκινο ψιχαλίζει σκοτάδι. Αὐτὸ τὸ καλοκαίρι, θὰ σωπάσουμε. Θά 'ναι, γλυκό μου σῶμα, γιὰ πάντα ἡ ἐλάχιστη στιγμὴ ὅπως ἡ γεύση μας τὶς ὧρες τῆς διαίρεσης. Γιατὶ τώρα πιά, τὸ ξέρεις καὶ τὸ ξέρω, αὐτὸ τὸ καλοκαίρι, μᾶς παραμόνευε γιὰ αἰῶνες.


Κοίτα
Κάποιος περνάει τὶς διαβάσεις σκυφτός, τὰ παιδιὰ φυτρώνουν στὶς γωνίες τῶν δρόμων.


Κοίτα
Ἕνα χαλασμένο αὐτοκίνητο ἑνώνει τρεῖς ξένους, προσεχῶς λευκὰ εἴδη στὸ παρακάτω κατάστημα, κάτω ἀπ' ἕνα δέντρο δυὸ νέοι κοιτιοῦνται στὰ μάτια.


Ἄκου
Ἄκου τὴν ἀλήθεια νὰ στάζει στὰ φύλλα, ἀνταλλάσσουμε δέρμα στὶς μεγάλες παλάμες τῆς πόλης ὅπως τὸν πρῶτο μας Αὔγουστο.


Καθὼς ὁ οὐρανὸς κολυμπάει στὸ αἷμα ἡ διαμαρτυρία μου ὑπόκειται σὲ θάνατο. Ἂν καὶ σὲ θέλω ὅπως τὴ δόξα ὁ φονιᾶς …
Βοήθεια, βοήθεια, σ’ ἀγαπῶ …

Αὐγὴ Β., 19/8/2019







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου