Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2019

Πονῶ γιατὶ δὲν ἔμαθα τίποτα… – Νημερτὴς










ταν κοντά του μὲ τὸν τρόπο ἐκεῖνο, μὲ τὴ στάση ἐκείνη ποὺ ἀπαιτοῦσε ἡ στιγμή. Ἡ συμπαντιαία στιγμὴ τῆς τρομακτικῆς ἐπίγνωσης ὅτι τὸ νὰ εἶσαι μόνος εἶναι μιὰ διάσταση ποὺ τὰ ἐνδο-ἀκτινώνει ὅλα στὴν ἀρχή τους… στὸν πυρῆνα τους.. στὴ γέννησή τους. Στὸ ἀδιαμόρφωτο εἶναι τους.

Ἦταν σὰ νὰ εἶχε μπροστά της τὸ πέπλο τοῦ Ἀνεκδήλωτου. Ῥιγοῦσε. Ἔτρεμε στὴ σκέψη τὶ θὰ συνέβαινε ἐὰν ἀνασήκωνε τοῦτο τὸ πέπλο. Πόσο εὔθραυστη ἦταν ἡ ἴδια ἡ στιγμή! Τὸ δικό του βῆμα πρὸς τὴν Ἄβυσσο, ἡ δική της ἀνάσα ποὺ φοβόταν πὼς θὰ μποροῦσε νὰ τὰ καταστρέψει ὅλα…

«Πέθανα τόσες φορές», ἀνάσανε περισσότερο παρὰ μίλησε. «Τόσες φορὲς… καὶ δὲν ἀξιώθηκα ἀκόμα νὰ ζήσω…»

Ἦταν μιὰ ὁλόκληρη Δημιουργία ἐκείνη ἡ Στιγμή. Τὸ Μηδὲν ποὺ τὰ περιέχει ὅλα ἐν δυνάμει. Ποιά βούληση καὶ σὲ ποιά κατεύθυνση θὰ στρέψει τὴ Δημιουργία ὅταν ἐκείνη μοιραῖα θὰ ἐπισυμβεῖ; Ἦταν μιὰ στιγμὴ Ἀπόλυτης Ἐνσυναίσθησης γιὰ ἐκείνη καὶ τὸ ἔνιωθε στὰ κόκαλα καὶ στοὺς νεφρούς της. Δὲν ἀνάσαινε πιὰ ἀπὸ τὸ στέρνο της. Εἰσέπνεε τὸ μεγαλεῖο τῆς Ὥρας καὶ τὸ ἐξέπνεε ἀπὸ τοὺς πόρους τοῦ κορμιοῦ της. Μὲ ὀδύνη. Μὲ ὠδῖνες.

«Ἂν μποροῦσα νὰ ἀποδεχθῶ ὅτι φοβᾶμαι… ἀνοίγομαι σ’ αὐτὸ τὸ βάραθρο… καὶ δὲν ξέρω ἂν εἶναι ἁπλὰ ὁ ἑπόμενος θάνατος… ἢ ἴσως ἡ μία καὶ μόνη ζωὴ ποὺ ἀξιωνόμαστε…»

Τὰ δάχτυλά της σταμάτησαν στὴν αὔρα τοῦ σώματος καὶ δὲν τόλμησε νὰ τὴν διαπεράσει γιὰ νὰ ἀνταμωθεῖ μὲ τὸ δέρμα… πονοῦσε κι αὐτὸ… ἕνα Τραῦμα… τὸ Ἀρχαῖο Ῥῖγος εἶναι, τελικά, ἕνα Τραῦμα… τὰ δάκρυά της ἦταν ὁ δικός του πόνος… ἀπόλυτη ἐνσυναίσθηση…

«Περπατῶ μόνος ὅλους αὐτοὺς τοὺς αἰῶνες… δὲν εἶχα βῆμα, δὲν διδάχθηκα τὴν ἐναρμόνιση… δὲν γονάτισα μπροστὰ στὸ Κατώφλι… ἀσεβὴς ἴσως σκεφτεῖς… ἄσμενος περιπατητὴς… χαρούμενος... καὶ λυπημένος… δὲν διδάχθηκα τίποτα… πονῶ γιατὶ δὲν ἔμαθα τίποτα…»

Οἱ λέξεις ῥάντιζαν τὴν ἀτμόσφαιρα ὅπως οἱ σταγόνες τῆς βροχῆς ἀπὸ τὴ θύελλα. Λὲς κι ἀναζητοῦσαν νὰ ταιριάξουν μὲ ἄλλες λέξεις, νὰ γονιμοποιηθοῦν, νὰ φτιάξουν νέα στερεώματα…

Ἄρχισε νὰ βαδίζει ἀργὰ… ἀπομακρυνόταν…

Δὲν θὰ τὸν ἔχανε ἀπὸ τὰ μάτια της… ποτὲ… κοιτοῦσε πλέον μέσα ἀπ’ τὰ δικά του…

Νημερτὴς



Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2019

Μαρία τῶν Μαγδάλων 3 – Γαρυφαλιὰ Φωκᾶ









κεῖ στῆς πόρτας μου
τὸ πολυδιάβατο σκαλὶ
τὸ πληγωμένο
ἀπ’ τῶν ἐμπόρων τ’ ἄγρια πέλματα
ἐκεῖ ποὺ ἔδινα τὸ χέρι συμφωνίας
μὲ τοὺς Ῥωμαίους μεταπρᾶτες
τὸν βρῆκα νὰ κάθεται
Ὁ σκονισμένος ὁδοιπόρος τῆς Γαλιλαίας
Πρώτη φορὰ στὰ Μάγδαλα εἶχε ἔρθει
καὶ μόνος νὰ μὲ βρεῖ
Τὰ παιδιὰ τῆς περιοχῆς εἶχαν μαζευτεῖ
φώναζαν « Πόρνη Μαρία πόρνη ! »
φερέφωνα τῆς μάνας τους
Δὲν εἶχα βλέπετε ἀσπαστεῖ
τὰ ἔθιμα τῆς πατριαρχίας
νὰ μὲ πάρει ἄντρας
γραμμὴ καὶ πέρα ἀδελφοὶ
καὶ ὁ πατέρας
Ἤμουν ἡ Μαρία
ἡ ἐλευθεροτέρα τῶν Μαγδάλων
Ἐγὼ εἰμὶ τὸ πῦρ τοῦ σιδερᾶ στὴ γωνιὰ τοῦ δρόμου
Ἐγὼ τὸ λάβδανο τῶν ἀποστερημένων θεραπευτικῆς χειρός
Ἐγὼ τὸ χάδι στὶς πλάτες τῶν βασανισμένων

Εἶχε ἔρθει..
Λύγισα τὰ γόνατα
τ’ ἀπόθεσα στὰ πλάγια τῶν γλουτῶν του
Ἔλα νὰ σὲ πλύνω..
Κοιταχτήκαμε μὲς ἀπ’ τὰ καθάρια
κρύσταλλα τῆς ψυχῆς μας
γλυκὸ τραγούδι νότα νότα ἔστρεψε
τὴ φορὰ τῶν ἀνέμων
οἱ δόξες τῶν ἀνθρώπων ἀποτεφρώθηκαν
Στὸ ὕψος τοῦ μεγαλείου τούτου
τὸ σκαλοπάτι καθαγιάστηκε

Λατρευτικὰ κινήσαμε, λατρευτικὰ νὰ πᾶμε

Εἴμαστε Κέντρο Κόσμου
Τὸ ζωηφόρον διάσελο ἐπίγειων θεοτήτων
Εἶναι ἡ πληρότης κι εἶμαι τὸ κύπελλον
τῆς μίξης τῶν ὁραμάτων του
Εἶμαι τὸ χρυσὸ βελόνι κι εἶναι ἡ μεταξωτὴ ὀτρὰ
στὸν τρυφερὸ ὑμένα τῶν ἀριστουργημάτων
Τίποτε λιγότερο ἀπ’ τὴ μεγάλη ἀλήθεια
ποὺ ταχυδρόμησαν οἱ οὐρανοί.

Γαρυφαλιὰ Φωκᾶ